Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ «ΔΙΚΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ» ΕΠΑΦΙΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ



Άρθρο στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (12/10) αναφερόταν στις αποφάσεις των δικαστηρίων που αφορούν προσφυγές εργοδοτών κατά απεργιών και οι οποίες από το 2009 είναι συντριπτικά κατά των απεργών. Συγκεκριμένα από τις 285 προσφυγές έως τον περασμένο Σεπτέμβριο οι 249 έγιναν αποδεκτές με τις απεργίες να κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές. Η αρχική σκέψη κολύμπησε στα νερά του κυνισμού:” Μπα; Υπήρξαν δηλαδή και 36 «νόμιμες» απεργίες;” Στη συνέχεια του άρθρου όμως, που αφορούσε μια τυπική εσωτερική έρευνα του προέδρου πρωτοδικών, υπήρχε ένα ενδιαφέρον σχόλιο του τελευταίου γύρω από τα αποτελέσματα της. Συμπερασματικά λοιπόν ο δικαστικός λειτουργός,  λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αρνητικών αποφάσεων αφορούσε τυπικούς λόγους (μη επαρκής χρόνος προειδοποίησης, έλλειψη προσωπικού ασφαλείας κτλ.), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα συνδικάτα παρότι γνώριζαν την πιθανή εξέλιξη εν τούτοις προχωρούσαν στην κήρυξη των απεργιών για λόγους «εσωτερικής κατανάλωσης».
 Με μια πρώτη ανάγνωση ο κύριος πρόεδρος παραβιάζει ανοιχτές πόρτες. Δεν μας ενδιαφέρει όμως να μιλήσουμε για βρώμικα συνδικαλιστικά παιχνίδια. Το γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές γίνονται αποδεκτές  και νομιμοποιούνται μέσω της εφαρμογής τους αποτελεί ένα ακόμα δείγμα της αγωνιστικής ύφεσης που χαρακτηρίζει την εποχή μας, όπως η ευκολία με την οποία αφήσαμε το πιο υποβαθμισμένο κομμάτι της τάξης μας να εγκλειστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μπορεί η εργατική νομοθεσία να αποτέλεσε κατάκτηση σε εποχές δυναμικών διεκδικήσεων, ποτέ όμως δεν έπαψε να είναι (και ήταν από την πρώτη στιγμή) η καλύτερη μέθοδος ώστε το «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» να μετατραπεί από επιδίωξη σε σύνθημα, από πεποίθηση σε ξεσπάθωμα. Ήταν ένα κρίσιμο στάδιο στη γενικότερη μετατροπή της τάξης μας (και των αγώνων της) σε σκυλί που γαβγίζει, αλλά δεν δαγκώνει.
Μάθαμε στη δικαστική διευθέτηση των διαφορών μας με τους εργοδότες με τη μεσολάβηση θεσμικών οργάνων, χωρίς να νοιαστούμε να περισώσουμε μέσα και πρακτικές που «ανάγκασαν» κράτος και κεφάλαιο να μηχανευτούν αυτούς τους θεσμούς. Συμβάλλαμε στη δημιουργία ενός νέου κλάδου ειδικευμένων επαγγελματιών (εργατολόγοι) οι οποίοι πλουτίζουν από την ευπιστία μας και την αφέλεια μας να θεωρούμε πως οι «κατακτήσεις» και τα «συνταγματικά δικαιώματα» είναι κάστρα απόρθητα, ικανά από μόνα τους να αναχαιτίσουν τις ορέξεις των αφεντικών και της τάξης τους. Όντως το κατάφερναν για όσο διάστημα η συσσώρευση των αφεντικών εξυπηρετούνταν από ένα μοντέλο συναίνεσης βασισμένο στην κατανάλωση και την ευδαιμονία των υπηκόων, για όσο διάστημα η τακτική του ταξικού συμβιβασμού κρινόταν απαραίτητη. Η επιτυχία της στρατηγικής αυτής φάνηκε ακριβώς από το γεγονός ότι δεν ήταν κανείς πρόθυμος να οπλιστεί όταν τα κάστρα άρχισαν να πολιορκούνται και να καταρρέουν μέσα από τις διαδικασίες «αλλαγής παραδείγματος».
Η τάξη μας δυστυχώς πολλά χρόνια πριν «αποφάσισε» ότι προτιμά την εγγυημένη μισθωτή δουλεία από την περιπέτεια της επιβολής ενός δικού της παραδείγματος. Ίσως να έφταιγε και η επιθυμία για μια περίοδο ειρήνης μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους. Μόνο που έγινε τόσο νωθρή και παραδόθηκε τόσο πολύ στη λήθη που όταν οι εγγυήσεις που της δόθηκαν αναιρούνται, δεν έχει πλέον στη φαρέτρα της τίποτα από τα όπλα και τα «κόλπα» του παλιού καιρού. Ακόμα και η ριμάδα επίγνωση ότι αποτελούμε μια τάξη και μάλιστα απαραίτητη δεν επιφέρει και μια αντίστοιχη πραγματική τόνωση των συλλογικών προταγμάτων, ούτε καν του ταξικού ανταγωνισμού. Αφού μάθαμε να θέλουμε απλώς τη δουλίτσα μας και να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, αφού δεν μας πείραξε που υποθηκεύαμε εκατοντάδες ή/και χιλιάδες ώρες μελλοντικής εργασίας για να καλύψουμε - μέσω τραπεζικού δανεισμού - όσα θα έπρεπε να διεκδικούμε στο μισθό μας, αφού δεν μας ενοχλούσαν τα «συνδικαλιστικά ρετιρέ» μιας και η «δουλειά» κουτσά - στραβά γινότανε, είναι λογικό να μας φταίνε οι ανάξιοι πολιτικοί και οι άρπαγες ξένοι δανειστές. Και όσο αυτό δεν αλλάζει, φυσικά και δεν θα προετοιμάζουμε την αντίσταση μας ενάντια σε κάθε μορφή που παίρνουν τα συμφέροντα των αφεντικών, είτε φορούν τον μανδύα κάποιας νομιμότητας είτε όχι, πόσο μάλλον την ταξική μας αντεπίθεση.
Φυσικά δεν είναι εύκολο να αποδομηθούν πεποιθήσεις και συμπεριφορές που κτίστηκαν εδώ και μισό αιώνα. Οπωσδήποτε είναι δύσκολο να ανασυρθούν διδάγματα ακόμα και πρόσφατων περιόδων έντονου ταξικού/κοινωνικού ανταγωνισμού (όπως τα χρόνια του ’70 στην Ιταλία για παράδειγμα, πως προχώρησε η κλιμάκωση του ανταγωνισμού , που χώλαινε και που απέτυχαν οι επιλογές μορφών οργάνωσης και μέσων πάλης) κάτω από τόνους λάσπης «αντικειμενικής» εξιστόρησης και επιστημονικών αναλύσεων. Δεν είναι όμως και τόσο δύσκολο να ξαναπιάσουμε τα βασικά: η μισθωτή εργασία δεν είναι δικαίωμα αλλά διαρκής εκβιασμός και εκμετάλλευση των αναγκών μας, μπορεί να μην μισούμε το αφεντικό μας  αλλά δεν παύει να είναι αυτός/η που κερδίζει από αυτή την συνθήκη.
Καλή αρχή σε όλους μας…