Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Δουλειά την Κυριακή

Από τη στιγμή που ανακοινώθηκε επίσημα η πρόταση του αρμόδιου υπουργείου για λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων έως 250m2 και τις Κυριακές, σε εθελοντική βάση, η σχετική διαβούλευση μοιάζει να διεξάγεται χωρίς εμάς. Προς το παρόν οι βασικές αντιθέσεις προκύπτουν από το εσωτερικό του στρατοπέδου των αφεντικών, όπου «μικροί» και «μεγάλοι» ερίζουν για την υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Σε αυτή την κουβέντα δεν έχουμε μέχρι στιγμής λόγο αλλά έχουμε παρουσία μέσω των αναφορών των εργοδοτών μας. Πιο συγκεκριμένα όσοι τάσσονται κατά της ρύθμισης μαζί με το αυξημένο κόστος λειτουργίας σε περίοδο ύφεσης αναφέρονται και στον περιορισμό της προσωπικής ζωής των υπαλλήλων τους (και της δικής τους δευτερευόντως), ενώ όσοι τάσσονται υπέρ υποστηρίζουν (μεταξύ άλλων ηλιθιοτήτων) πως η επέκταση του ωραρίου λειτουργίας μπορεί να επιφέρει περισσότερα έσοδα, ενώ η συνεπαγόμενη επέκταση του χρόνου εργασίας ίσως δημιουργήσει νέες θέσεις.  

Μπορεί λοιπόν να μην ρωτηθήκαμε αλλά έχουμε ήδη συμπεριληφθεί στην συζήτηση, στο βαθμό που οι εργοδότες έχουν πλέον αντιληφθεί την ανεπάρκεια και την αδυναμία των αντιστάσεων μας. Το γεγονός και μόνο ότι η συζήτηση δεν αφορά το αν αλλά τον τρόπο με τον οποίο θα καταργηθεί η κυριακάτικη αργία για τα εμπορικά καταστήματα αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Αν συμφωνούμε ότι η ιστορία του καπιταλισμού (και η πορεία του κατ’ επέκταση) αντανακλά την ιστορία των αντιστάσεων στις επιλογές του, τότε αναμφίβολα ζούμε την περίοδο της πιο μεστής ηγεμονίας του. Για την ακρίβεια ειδικά η ιδεολογική κυριαρχία του είναι τόσο συντριπτική που τώρα ετοιμάζεται για τη θριαμβευτική επιστροφή του στα όμορφα χρόνια, τότε που ο χρόνος εργασίας ήταν αποκλειστική υπόθεση των αφεντικών (και των συμφερόντων τους). Το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης σύγχρονης κρίσης του δεν είναι αντιφατικό. Αντιθέτως είναι (και θα είναι) απόλυτα λογικό όσο το «φάντασμα» της εργατικής τάξης παραμένει φάντασμα και μάλιστα απογυμνωμένο από τα απειλητικά χαρακτηριστικά του. Όσο δεν μπορούμε να σκεφτούμε όχι ένα ολοκληρωμένο πλάνο μιας διαφορετικής οργάνωσης της ζωής και της εργασίας, αλλά ούτε καν την πιθανότητα να μπορεί ένα τέτοιο πλάνο να υπάρξει.
 Ακόμα και οι αναφορές των εργοδοτών για τους εργαζόμενους στα καταστήματα τους, η σιγουριά (και όχι αδικαιολόγητη) ότι θα πειθαρχήσουν στα κελεύσματα, αποτελεί δείγμα ότι οι εργασιακές σχέσεις αποκτούν όλο και περισσότερα προκαπιταλιστικά/φεουδαρχικά στοιχεία. Είναι λογικό τα αφεντικά σε συνθήκες ύφεσης να αναζητούν τρόπους να μειώσουν επιπλέον το κόστος της εργασίας μας είτε μειώνοντας (ασταμάτητα) τους μισθούς, είτε αυξάνοντας το χρόνο εργασίας. Αυτό που κάνει αυτή τη διευθέτηση και τις ευφάνταστες παραλλαγές της να φαίνεται «λογική» είναι η βαθιά ενσταλαγμένη βεβαιότητα πως η καπιταλιστική δημοκρατία, με τις συνεπαγωγές και τις θεσμίσεις της, αποτελεί το μοναδικό περιβάλλον που μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση. Η βεβαιότητα αυτή συναρθρώνεται με την πολυδιάσπαση μας, την εξατομίκευση και το φόβο μπροστά στην άβυσσό της ανεργίας, συνθέτοντας μια πανταχού παρούσα δικαιολόγηση κάθε νέας υποταγής. Ακολούθως  είτε προτιμάμε να προσωποποιούμε την καπιταλιστική λεηλασία στην τωρινή  (ίσως και στον/ην επόμενο/η) καγκελάριο της Γερμανίας και στη συγκυβέρνηση, είτε ψαρώνουμε με τις δυσκολίες των αφεντικών μας χωρίς να ψάχνουμε τη δική μας θέση στη διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και καταστροφής των προβληματικών κεφαλαίων.
Η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας όμως δεν είναι ζήτημα θρησκευτικού ανταγωνισμού προτεσταντών – μη προτεσταντών χριστιανών, ούτε τιμωρίας των τεμπέληδων του νότου. Είναι θέμα εμπέδωσης της κυριαρχίας της αγοράς μέσα από μια ακόμα δική μας υποβάθμιση και ευθυγράμμισης της (ακόμα) δύσκαμπτης ελληνικής οικονομίας με τα φιλικά προς επενδύσεις, γρήγορα και ευέλικτα οικονομικά μοντέλα των βόρειων και κεντρικών ευρωπαϊκών κρατών. Η αναζήτηση μιας εύθραυστης (εκ των πραγμάτων) εξασφάλισης με κάθε κόστος δεν μπορεί παρά να οδηγεί σε διεύρυνση της άμεσης κυριαρχίας των καπιταλιστικών συμφερόντων έναντι της ζωής μας (και του χρόνου που της αφιερώνουμε). Ίσως τελικά να μην είναι και τόσο καλή ιδέα να αφήσουμε ένα τόσο κρίσιμο θέμα να διευθετηθεί από τον εσωτερικό ανταγωνισμό στο στρατόπεδο των αφεντικών. Ίσως να πρέπει σιγά σιγά (επιτέλους) να στρέψουμε την οργή μας όχι στις πλούσιες επαρχίες της ευρωπαϊκής επικράτειας, αλλά στα προνομιούχα προάστια εντός του λεκανοπεδίου αττικής (για αρχή…).